- ξημερώνομαι
- ξημερώνομαι, ξημερώθηκα βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ημεροξημερώνομαι — και μεροξημερώνομαι περνώ τις ημέρες και τις νύχτες κάπου, ξημεροβραδιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + ξημερώνομαι (< εξ + ημέρα) Επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. επαναπανωτός)] … Dictionary of Greek
καλοξημερώνω — 1. ξυπνώ καλά, ξυπνώ υγιής, ξημερώνομαι στα καλά μου 2. απρόσ. καλοξημερώνει ξημερώνει εντελώς, επέρχεται πλήρως το φως τής ημέρας («και την αυγή μ ανίμενε, πριν καλοξημερώσει», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
ξημεροβραδιάζομαι — 1. περνώ κάπου ολόκληρη την ημέρα, από τα ξημερώματα ως το βράδυ («ξημεροβραδιάζεται στα καφενεία») 2. αφοσιώνομαι με ζήλο σε ένα έργο αφιερώνοντας όλες τις ώρες μου («ξημεροβραδιάζεται διαβάζοντας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξημερώνομαι + βραδιάζομαι] … Dictionary of Greek
ξημερώνω — 1. βρίσκομαι κάπου ή καταγίνομαι με κάτι που άρχισα από τη νύχτα 2. (συν. το μέσ.) ξημερώνομαι μέ βρίσκει το ξημέρωμα, η αυγή τής επόμενης ημέρας να ασχολούμαι με κάτι που είχα αρχίσει την προηγούμενη ημέρα ή νύχτα 3. απρόσ. ξημερώνει γίνεται… … Dictionary of Greek
ξημερώνει — ξημερώνει, ξημέρωσε (ως απρόσ.) Σημειώσεις: ξημερώνει : στον προφορικό λόγο απαντάται καμιά φορά και ως προσωπικό, με την έννοια του ξημερώνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλοξημερώνω — καλοξημέρωσα, καλοξημερώθηκα, καλοξημερωμένος, ξυπνώ καλά, ξημερώνομαι στα καλά μου: Όταν αύριο καλοξημερωθούμε, θ ανεβούμε στο βουνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξημερώνω — ξημέρωσα, ξημερώθηκα 1. μένω άγρυπνος ως το πρωί: Ξημερώσαμε στο γάμο. 2. απρόσ., ξημερώνει, φτάνει η ημέρα, έρχεται η αυγή, το πρωί, χαράζει, γλυκοχαράζει, φέγγει: Όπου λαλούν πολλά κοκόρια αργεί να ξημερώσει (όπου ανακατεύονται πολλοί, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)